-
1 μινύθησις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μινύθησις
-
2 ἐπιπροσθέω
A to be before or in the way, Thphr.Vent.32; of occultations or eclipses, Zeno Stoic.1.34, Chrysipp.ib.2.199, Procl.Hyp. 5.14, al.; butτούτοις ἐ. <ἡ> ἡλίου ἀνταύγεια Ascl.Tact.12.10
; μηδὲν ἔχειν τὸ -προσθοῦν τοῖς πνεύμασι protection from the wind, Ath.Med. ap.Orib.9.12.1: c. dat., Hp.Medic.7, etc.; τὸ μέσον ἐ. τοῖς πέρασι stands before, intercepts the view of, Arist.Top. 148b27; ἐ. τοῖς πύργοις is in a line with them, so as to cover one with the other, Plb.1.47.2: metaph.,ἡ ὀργὴ.. πολλάκις τοῖς καταλαμβανομένοις-προσθεῖ Chrysipp.Stoic.3.95
;τὸν χρόνον -προσθοῦντα τῇ γνώσει τῶν πραγμάτων Plu. Per.13
; veil, Longin.32.1:—[voice] Pass., to be occulted, Theo Sm.p.193 H.: metaph.,ὑπὸ τῶν σαρκῶν -ουμένη [ψυχή] Max.Tyr.15.6; περισπασμοῖς Hierocl.p.53A.;ὑπ' αἰδοῦς Parth.17.3
; [τὴντραγῳδίαν] ὑπὸ τῶν ὀνομάτων ἐπιπροσθουμένην obscured, Melanthiusap.Plu.2.41d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιπροσθέω
-
3 περίκειμαι
A lie round about, c. dat., εὗρε σὲ Πατρόκλῳ περικείμενον ὃν φίλον νἱόν lying with his arms round him, Il.19.4 ; [ γωρυτὸς τόξῳ] περίκειτο] there was a case round the bow, Od.21.54 ; πασσάλοις (acc. pl.)κρύπτοισιν περικείμεναι.. κνάμισες Alc.15
; οἷς στέφανος περίκειται Pi.O.8.76 ; τὸ σχῆμα καὶ τὸ ὄνομα τῆς βασιλείας τινὶ π. Hdn.6.1.1 ;π. τινὶ τῶν πράξεων κηλίς Plu. Dio 56
: c. acc.,σφέας εὐσίη καὶ γαληναίη περικέαται Luc. Astr.3
: with a Prep.,περὶ [τὰς φλέβας] τὸ σῶμα π. τὸ τῶν σαρκῶν Arist. GA 764b30
: abs., τὰ περικείμενα χρυσία plates of gold laid on (an ivory statue), Th.2.13 ; [ ὁ κημὸς] περικείμενος put round the horse's mouth, X.Eq.5.3.2 metaph., οὐδέ τί μοι περίκειται there is no advantage for me, I have nought laid by, Il.9.321.b οἱ περικείμενοί τινι his supporters, POxy.1408.24 (iii A. D.).II c. acc. rei, have round one, wear, mostly in part., [τελαμῶνας] περὶ τοῖσι αὐχέσι περικείμενοι Hdt. 1.171
, cf. OGI56.67 (Canopus, iii B.C.) ; τιάρας π. Str.15.3.15 ;στεφάνους Plu.Arat.17
;πτέρυγα Luc.Icar.14
;προσωπεῖον Id.Nigr.11
, Aesop.360 ; στρατιωτικὴν δύναμιν π invested with.., Plu.Pomp.51 ; ὕβριν π. clad in arrogance, Theoc.23.14 (s. v.l.): rarely in other moods, περίκεισο ἄνθεα have garlands put round thee, AP11.38 (Polem.) ; περιέκειτο ξίφος, σχῆμα βασιλικόν, Hdn.3.5.7, 5.4.7 ;τὴν ἅλυσιν ταύτην περίκειμαι Act.Ap.28.20
;περίκειται ἀσθένειαν Ep.Hebr. 5.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περίκειμαι
-
4 ὄγκος
ὄγκος (A), ὁ,A barb of an arrow, in pl., the barbed points,νεῦρόν τε καὶ ὄγκους Il.4.151
, cf. 214 ;ὄγκοι τοῦ βέλους Philostr.Im.2.23
: sg., Onos.19.3.------------------------------------ὄγκος (B), ὁ,A bulk, size, mass of a body,μελέων ἀριδείκετον ὄ. Emp. 20.1
;ἀέρος ὄ. Id.100.13
;σφαίρης ἐναλίγκιον ὄγκῳ Parm.8.43
: freq. in Pl., ; τὸν.. ὄ. τοῦ ἀριθμοῦ their total number, Lg. 737c ; τὸν τῶν σαρκῶν ὄ. ib. 959c ; σμικρᾶς πόλεως ὄ. a city of small size, Plt. 259b ;ἔχθρας ὄ. μέγαν Lg. 843b
; θαυμαστὸν ὄ. ἀράμενοι τοῦ μύθου taking on my shoulders a monstrous great story, Plt. 277b, etc.: freq. also in Arist., the space filled by a body, opp. τὸ κενόν, Ph. 203b28, al. ;ἴσος τὸν ὄ.
in bulk, GC ; , etc.b flatulent distentions, Diocl.Fr.43 (pl.).2 bulk, mass, body, ὄ. φρυγάνων a heap of faggots, Hdt. 4.62 ; ὄ. μαλθακός mass or roll of something soft, Hp.Art.26 ; σμικρὸς ὄ. ἐν σμικρῷ κύτει, of a dead man's ashes, S.El. 1142 ; γαστρὸς ὄ., of a child in the womb, E. Ion15 ;ὄ. πλήρης φλεβίων Arist.HA 515b1
: pl., bodies, material substances,Id.
Metaph. 1085a12, 1089b14 ; also ὁ ὄ. τῆς φωνῆς the volume of the note, Id.Aud. 804a15.3 a bushy top-knot, Poll.4.133.4 the human body,τῆς χολῆς ἀναχεομένης εἰς τὸν ὄ. Ruf.Anat.30
, cf. Sor.1.26, Plu.2.653f, Gal.1.272.II metaph., bulk, weight, trouble,βραχεῖ σὺν ὄ. S.OC 1341
.2 weight, dignity, pride, and in bad sense, self-importance, pretension, ὄ. ὀνόματος μητρῷος pride in the name of mother, Id.Tr. 817 ; ὄγκον αἴρειν exalt one's dignity, Id.Aj. 129 ;βραχὺν.. μῦθον οὐκ ὄγκου πλέων
of pretension,Id.
OC 1162 ;μείζον' ὄ. δορὸς ἤ φρενῶν E. Tr. 1158
;ἔχει τιν' ὄ. Ἄργος Ἑλλήνων πάρα Id.Ph. 717
;ἐς ὄ. βλέπειν τύχης Id.Fr.81
;τοῖς ζῶσι δ' ὄγκος Id.Rh. 760
;ὁ τῶν ὑπεροπτικῶν ὄ. Isoc.1.30
;τῷ.. γένους ὄγκῳ Pl.Alc.1.121b
;πραγμάτων ὄ. Epicur. Fr. 548
;τῆς ἀρχῆς τὸ μέγεθος καὶ ὁ ὄ. Plu.Fab.4
;ὄγκον περιθεῖναί τινι Id.Per.4
, etc.3 of style, loftiness, majesty,ὄ. τῆς λέξεως Arist. Rh. 1407b26
;ὁ τοῦ ποιήματος ὄ. Id.Po. 1459b28
, cf. Demetr.Eloc.36, al.: in bad sense, bombast,ὁ Αἰσχύλου ὄ. Plu.2.79b
.III in Philos., particle, mass, body, Epicur.Ep.1p.16U., Nat.12G., Asclep. Bith. ap. S.E.M.9.363 ; so in the physiology of the Methodics, ὄγκοι καὶ πόροι, = molecules and pores, Id. ap. Gal.1.499.------------------------------------A v. ὀγκηρός fin. -
5 πρό-ρινον
πρό-ρινον, τό, erkl. Hesych. τὸ μεταξὺ τῶν σαρκῶν καὶ τοῠ δέρματος.
-
6 περι-αμπ-έχω
περι-αμπ-έχω if, ἔχω), ringsherum anlegen, τὰ ὀστᾶ μετὰ τῶν σαρκῶν καὶ δέρματος, Plat. Phaed. 98 d; med. sich umhüllen, τοιαῠτα καὶ ὀνόματα καὶ ῥήματα περιαμπέχονται Σατύρου – δοράν, Conv. 221 e; übertr. τὴν μέϑην, Ael. V. H. 14, 41; Plut. u. A.
-
7 κατα-κνίζω
κατα-κνίζω, zerritzen, zerstückeln; λόγους διαιροῦντες οὐκ ὀρϑῶς καὶ κατακνίζοντες καὶ πάντα τρόπον διαφϑείροντες Isocr. 12, 17; τὰ ἐκ τῶν σαρκῶν εἰς λεπτὰ κατακνιζόμενα Ath. IX, 376 b. – Auf Einen sticheln, Luc. diss. c. Hes. 4. – Pass. κατακέκνισμαι, Ar. Plut. 973, ich brenne vor Liebe, ὑπ' ἔρωτος πάσχω, Schol. Vgl. κατακνάω.
-
8 μᾱνός
μᾱνός, dünn, locker, lose, auch = einzeln, spärlich; σῶμα, ὀστοῠν, Plat. Tim. 78 d 75 c; διὰ μανῶν τῶν σαρκῶν, 79 c, weiches, lockeres Fleisch, wie Sp. Vom Pulse, langsam, selten, in langen Zwischenräumen schlagend, Med.; μαλακὸν καὶ μανὸν σπέρμα vrbdt Theophr., der es auch dem πυκνός gegenüberstellt, wie Xen. Cyn. 6, 15, ἴχνη πυκνά, μανά; vgl. Arist. gen. an. 5, 3. – Die Länge des α bei den Attikern bemerkt Phryn. in B. A. 51; dah. ist bei Plat. Legg. V, 734 c, wie Xen. Cyr. 7, 5, 6, μανότερον zu schreiben, wie die Spuren des Hafen Cyn. 5, 4 ἴχνη μανότατα heißen.
-
9 ἐν-εσθίω
-
10 λεμμα
-
11 ογκος
Iὅ [ἀγκών]1) загнутый назад зубец стрелы, кривой наконечник, крюк стрелыνεῦρόν τε καὴ ὄγκοι Hom. — завязка ( укреплявшая наконечник на древке) и крючья
2) предполож. угол ( геометрический) Arst.IIὅ [ἤνεγκον]1) груда, куча, масса(φρυγάνων Her.; τῶν σαρκῶν Plat.)
μήτε ὄγκῳ μήτε ἀριθμῷ Plat. — ни в массе, ни в количестве2) сумма, общее количество, итог(τοῦ ἀριθμοῦ Plat.)
ὄ. πλήθους Plat. — общая численность3) величина, размеры(πόλεως Plat.)
ἔχθρας μέγας ὄ. Plat. — сильная вражда4) тело, кусок, комὄ. γαστρός Eur. — утробный плод
5) протяжение, объем(τῆς φωνῆς Arst.)
ἐκ βαθέος καὴ ταπεινοῦ οἱ ὄγκοι Arst. — из глубины и низкости, т.е. высоты (образуются) объемы7) филос. атом Sext.8) величие, достоинство значение, тж. авторитет(ἔχει τιν΄ ὄγκον Ἄργος Ἑλλήνων πάρα Eur.)
ὄ. μητρῷος ὀνόματος Soph. — полное достоинства звание матери9) гордость(ὄγκον δορὸς ἔχειν Eur.)
10) выспренность, высокий стиль(τῆς λέξεως, τοῦ ποιήματος Arst.)
-
12 περιαμπεχω
надевать вокруг, окутывать(τὰ ὀστᾶ μετὰ τῶν σαρκῶν καὴ δέρματος Plat.)
; med. надевать на себя(Σατύρου δοράν Plat.)
σκότος περιαμπεχόμενος Plut. — окутанный тьмой -
13 χορταζω
1) кормить(βόας Hes.; Πήγασον τοῖς σιτίοις Arph.; τὰ ὄρνεα ἐχορτάσθησαν ἐκ τῶν σαρκῶν τινος NT.)
ὕας χ. τι Plat. — кормить свиней чем-л.;2) насыщать, pass. насыщаться(μακάριοι οἱ πεινῶντες, ὅτι αὐτοὴ χορτασθήσονται NT.)
-
14 θοίνη
θοίν-η, [dialect] Dor. [full] θοίνα (later [full] θοῖνα LXX Wi.12.6, perh. to be read in Epich.148.1), ἡ,A meal, feast, Hes.Sc. 114, Hdt.1.119, 9.82, A.Fr.350.7, etc.: in pl., Id.Pr. 530 (lyr.), B.Fr.18;τὰς θ. κὰτ τὰν ὥραν ἀπάγεσθαι Michel995
D50;θοίνῃς δὲ καὶ εἰλαπίνῃσι Thgn. 239
; ἐκ θοίνας after dinner, Epich.148.2; ;ἐπὶ θοίνην ἰέναι Pl.Phdr. 247a
; παρακαλεῖν ἐπὶ τὴν θ. Arist.Fr. 549; σκευαζομένης θ. Pl.Tht. 178d, cf. Arist.Pol. 1282a22;τραπέζας ἱερὰς πρεπούσης θ. γεμίζων OGI383.146
(Commagene, i B.C.); ἐν θ. λέγειν τινά to count as a guest, and generally to take into account, Pl.Lg. 649a: metaph., Id.Sph. 251b, Phdr. 236e, X.Cyr.4.2.39. -
15 περιαμπέχω
A put round about, π. τινά τι put a thing round or over one, Ar.l.c.:—[voice] Med., put around oneself, put on, metaph.,ὀνόματα καὶ ῥήματα Pl.Smp. 221e
.II cover all over,τὰ ὀστᾶ μετὰ τῶν σαρκῶν Id.Phd. 98d
; later περιαμπίσχω τί τινι Ph.l.c.: metaph.,τὰ πράγματα γυμνὰ ἐξέκειτο καὶ οὐ περιήμπισχεν αὐτὰ ἡ λέξις Philostr.VS2.22
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιαμπέχω
-
16 περιχαλάω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιχαλάω
-
17 μᾱνός
μᾱνός, dünn, locker, lose, auch = einzeln, spärlich; διὰ μανῶν τῶν σαρκῶν, weiches, lockeres Fleisch. Vom Pulse: langsam, selten, in langen Zwischenräumen schlagend -
18 χορτάζω
χορτάζω ( χόρτος) 1 aor. ἐχόρτασα. Pass.: 1 fut. χορτασθήσομαι; 1 aor. ἐχορτάσθην (Hes.; pap, LXX; TestSol 9:2; TestJob, TestJud) ‘to feed’① to fill w. food, feed, fillⓐ of animals, pass. in act. sense πάντα τὰ ὄρνεα ἐχορτάσθησαν ἐκ τῶν σαρκῶν αὐτῶν all the birds gorged themselves with their flesh Rv 19:21 (cp. TestJud 21:8).ⓑ of humans τινά someone Mt 15:33; 1 Cl 59:4 (τοὺς πεινῶντας). τινά τινος someone with someth. Mk 8:4 (cp. Ps 131:15). Pass. (Pamphilus [I B.C./I A.D.] in Ael. Dion. χ, 14 ed. HErbse ’50; Epict. 1, 9, 19; 3, 22, 66; TestJob 22:2; 25:10) Mt 14:20; 15:37; Mk 6:42; 7:27; 8:8; Lk 6:21 (οἱ πεινῶντες νῦν); 9:17; J 6:26; Phil 4:12 (opp. πεινᾶν); Js 2:16. ἀπό τινος (Ps 103:13) Lk 16:21. ἔκ τινος 15:16.② to experience inward satisfaction in someth., be satisfied, fig. ext. of 1 pass. (Ps.-Callisth. 2, 22, 4 χορτάζεσθαι τῆς λύπης=find satisfaction in grief; Ps 16:15) be satisfied Mt 5:6 (χ. is also used in connection w. drink that relieves thirst: schol. on Nicander, Alexiph. 225 χόρτασον αὐτὸν οἴνῳ).—DELG s.v. χόρτος. M-M. -
19 ἐκδύω
ἐκδύω fut. ἐκδύσω LXX; 1 aor. ἐξέδυσα; fut. mid. ἐκδύσομαι LXX; aor. mid. ἐξεδυσάμην (δύω, ‘get into’; Hom. et al.; ins, pap, LXX, Test12Patr, JosAs, Philo)① to remove clothing from the body, strip, take off. Act., w. acc. of pers. (SIG 1169, 47 [IV B.C.]; PMagd 6, 13=PEnteux 75, 13 [221 B.C.]; 1 Ch 10:9; Hos 2:5) Mt 27:28; Lk 10:30. W. acc. of pers. and thing (Gen 37:23; TestJud 3:5; TestZeb 4:10) Mt 27:31; Mk 15:20.—Mid., strip, undress (oneself) abs., lit. (as X., Hell. 3, 4, 19 et al.; Is 32:11) POxy 655, 22 (ASyn. 67, 35=GTh 37). Fig., of the body as a garment (Artem. 5, 40 ἐκ τῶν σαρκῶν ἐκδύνειν) οὐ θέλομεν ἐκδύσασθαι we do not want to strip ourselves 2 Cor 5:4; cp. vs. 3.—Lit. on γυμνός 1.② to remove by force, plunder, fig. ext. of 1: B 10:4.—M-M. TW. -
20 ὄχλος
ὄχλος, ὁ,A crowd, throng, Pi.P.4.85, A.Pers.42 (anap.), etc.; , cf. Heracl.44; ὁ ὄ. τῶν στρατιωτῶν the mass of the soldiers, X.Cyr.6.1.26, cf. Th.6.64, 7.62;μηδένα ὄ. Πελοποννησίων νεῶν Id.2.88
; ὄχλῳ in numbers (for an army), Id.1.80;ὁ μισθοφόρος ὄ. Id.3.109
, cf.4.56; οἱ τοιοῦτοι ὄ. undisciplined masses like these, ib. 126;ὄ. μᾶλλον ἢ στρατός Hdn.6.7.1
; of the camp-followers, X.An.3.4.26, 4.3.26, etc.2 in political sense, populace, mob, opp. δῆμος ( people), Th.7.8, cf. Pl.Plt. 304d;πρὸς ὄχλον ζῶν Id.Ax. 368d
;οἱ ὁμότιμοι ὤκνουν τὴν τοῦ ὄ. ἰσομοιρίαν X.Cyr.2.2.21
; δικαστηρίων καὶ τῶν ἄλλων ὄ. and popular assemblies (in a contemptuous sense), Pl.Grg. 455a, cf. Euthd. 290a: prov., δι' ὄχλου ἤδη τοῦτό γε this is already in the mouths of the people, D.H.Lys.10, cf. J.BJ2.13.1, 4.9.2.3 generally, mass, multitude,ὄ. τὸν πλεῖστον λόγων A.Pr. 827
;τὸν πλεῖστον ὄ. τῶν πραχθέντων Isoc.12.192
; ἵππων ὄ. E.IA 191 (lyr.);ἄκριτος ἄστρων ὄ. Critias 19.5
D.; : in pl., the masses,καχεξία τις ὑποδέδυκε τοὺς ὄχλους Diph.24.4
, cf. Men.161.1, 466.4;πιθανώτεροι οἱ ἀπαίδευτοι ἐν τοῖς ὄ. Arist.Rh. 1395b28
.II annoyance, trouble, , etc.; ὄχλον παρέχειν to give trouble, Hdt.1.86, cf. E.Med. 337, X.An.3.2.27, Pl.Phd. 84d; δι' ὄχλου εἶναι, γενέσθαι, to be or become troublesome, Ar.Ec. 888, Th.1.73, Pl.Alc.1.103a;μάταιον ὄ. τοὺς λόγους νομίσητε D.18.214
;οἱ δὲ ἀντιλέγοντες ὄ. ἄλλως καὶ βασκανία κατεφαίνετο Id.19.24
.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μελαίνω — (Α μελαίνω) κάνω κάτι μαύρο, μαυρίζω, χρωματίζω μαύρο («τὰς ὀφρῡς μελαίνει», Πολυδ.) αρχ. 1. (για κηλίδες αίματος) γίνομαι μαύρος, μαυρίζω 2. επιφέρω μελασμό, δηλαδή μελάνιασμα τών σαρκών τού σώματος 3. μτφ. καθιστώ κάτι ασαφές, σκοτεινό («ἔσθ… … Dictionary of Greek
διάσχιση — η (Α διάσχισις) διαίρεση, διαχωρισμός, σχίσιμο νεοελλ. 1. διαδρομή, διάπλους («διάσχιση τού αέρα») 2. ανώμαλη και βίαιη λύση τής συνέχειας τών σαρκών 3. ναυτ. η διάνοιξη μεγάλων σχισμών με μαχαίρι σε ιστίο για να μπορέσει, σε περίπτωση θύελλας,… … Dictionary of Greek
εκβλύζω — (AM ἐκβλύζω, Α και ἐκβλύω) 1. χύνομαι ή ρέω προς τα έξω, αναβλύζω 2. εκκρίνω («τὸ λείψανον... ἐκβλύζει μῡρον», «ὁπόσον ἱδρῶτα ἐκβλύζει τῶν σαρκῶν ὁ γεωπονῶν») … Dictionary of Greek
θοίνη — θοίνη, δωρ. τ. θοίνα και μτγν. θοῑνα ἡ (Α) 1. συμπόσιο, ευωχία, γεύμα, δείπνο 2. μτφ. διασκέδαση, τέρψη 3. τροφή, φαγητό («θοίναν πτανοῑς» τροφή για πτηνά, Ευρ.) 4. διάβρωση, φάγωμα («θοίνη τῶν σαρκῶν», Πορφ.) 5. φρ. α) «ἐκ θοίνης» μετά το γεύμα… … Dictionary of Greek
λειώνω — και λειώ (AM λειῶ, όω, Μ και λειώνω) 1. κάνω κάτι λείο, ομαλό, λειαίνω 2. μεταβάλλω κάτι σε σκόνη, κονιοποιώ, λειοτριβώ, μεταβάλλω κάτι στερεό σε παχύρρευστη ή άμορφη μάζα, χυλοποιώ, πολτοποιώ νεοελλ. φρ. «λειώνω κάποιον στο ξύλο» δέρνω κάποιον… … Dictionary of Greek
μελασμός — μελασμός, ὁ (Α) [μελαίνω] 1. το μελάνιασμα τών σαρκών τού σώματος λόγω νεκρώσεως 2. το να βάφει κάποιος κάτι μαύρο, το μαύρισμα («μελασμοὶ τριχῶν», Διοσκ.) 3. μαύρο στίγμα, μαύρη κηλίδα 4. (για φίδι) το να έχει μαύρο δέρμα … Dictionary of Greek
ομοσαρκία — ὁμοσαρκία, ἡ (Μ) [ομόσαρκος] η ένωση τών σαρκών τού άνδρα και τής γυναίκας με τον γάμο («ὁμοσαρκία παιδουργός», Μιχ. Ακομ.) … Dictionary of Greek
περιαμπέχω — και περιαμπίσχω Α 1. βάζω κάτι ολόγυρα, περιβάλλω, περιτυλίγω 2. περικαλύπτω κάτι από όλα τα μέρη («τὰ δὲ νεῡρα... περιαμπέχοντα τὰ ὀστᾱ μετὰ τῶν σαρκῶν», Πλάτ.) 3. μέσ. περιαμπέχομαι επιθέτω κάτι γύρω από τον εαυτό μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * +… … Dictionary of Greek
περισαρκισμός — ὁ, Α [περισαρκίζω] το κόψιμο, η αφαίρεση τών σαρκών γύρω γύρω από την πληγή … Dictionary of Greek
πρόρινον — Α (κατά τον Ησύχ.) «τὸ μεταξύ τῶν σαρκῶν καὶ τοῡ δέρματος». [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ῥινόν (τὸ) «δέρμα»] … Dictionary of Greek
ωμοφαγία — η / ὠμοφαγία, ΝΑ [ὠμοφάγος] (ιδίως κατά την αρχαιότητα) ο διαμελισμός και η καταβρόχθιση ωμών τών σαρκών τού θύματος μετά από τη θυσία νεοελλ. η βρώση ωμών τροφίμων και, ιδίως, κρεάτων … Dictionary of Greek